τριχοειδοσκόπηση

τριχοειδοσκόπηση
η, Ν ιατρ. η τριχοειδοσκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριχοειδής + -σκόπηση (< -σκοπώ < -σκοπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ενδο-σκόπηση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”